επαναφορικός

επαναφορικός
ἐπαναφορικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σχήμα τής επαναφοράς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐπαναφορικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαναφορικά — ἐπαναφορικός of neut nom/voc/acc pl ἐπαναφορικά̱ , ἐπαναφορικός of fem nom/voc/acc dual ἐπαναφορικά̱ , ἐπαναφορικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαναφορικόν — ἐπαναφορικός of masc acc sg ἐπαναφορικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαναφορικοῦ — ἐπαναφορικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαναφορικῶς — ἐπαναφορικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”